δεξιοῦ

δεξιοῦ
δεξιόομαι
greet with the right hand
pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic)
δεξιόομαι
greet with the right hand
pres imperat mp 2nd sg
δεξιόομαι
greet with the right hand
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
δεξιός
on the right hand
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεξιού χεριού, κανόνας — Μνημονικός κανόνας για τον προσδιορισμό της κατεύθυνσης του επαγωγικού ρεύματος σε έναν αγωγό που κινείται σε μαγνητικό πεδίο. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, τοποθετούμε τον αντίχειρα, τον δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού κατά τέτοιο… …   Dictionary of Greek

  • десныи — (285) пр. 1. Правый, с правой стороны находящийся: донесъше тѣло ѥго положиша ѥ въ манастыри… || …на деснѣи странѣ цр҃кве ЖФП XII, 41б–в; поставиша ˫а надъ землею на деснѣи странѣ. СкБГ XII, 19в; ѥлико хотѩщеи ц(с)ре||ви покоритис˫а. и патриархѹ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δομέστικος — Βυζαντινό εκκλησιαστικό, στρατιωτικό και πολιτικό αξίωμα. Προέρχεται από τη λατινική λέξη domesticus που σημαίνει υπηρέτης, θεράπων. Ο θρησκευτικός τίτλος δινόταν στους πρωτοψάλτες, στους επικεφαλής του δεξιού και του αριστερού χορού των ψαλτών… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • προεκβολή — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προεκβάλλω, προέκταση, προεξοχή 2. συνεκδ. το τμήμα που προεξέχει 3. φρ. «προεκβολή τού δεξιού [ή τού αριστερού] ποδιού» (αθλ.) μετάθεση τού δεξιού [ή τού αριστερού] ποδιού κατευθείαν εμπρός σε ορισμένη… …   Dictionary of Greek

  • Marietta Giannakou — Member of the European Parliament Incumbent Assumed office July 14, 2009 Minister for National Education and Religious Affairs of Greece In office …   Wikipedia

  • Папагос, Александрос — Папагос Александрос Αλέξανδρος Παπάγος   Вероисповедание: Православный …   Википедия

  • έξαρθρος — ἔξαρθρος, ον (Α) 1. εξαρθρωμένος, αυτός που έπαθε λύση τής άρθρωσης, μετατόπιση τού άρθρου, τού οστού, εξάρθρωση («τοῡ δεξιοῡ σκέλους ἔξαρθρον γενέσθαι», Ιώσ.) 2. αυτός που έχει εξέχοντα τα άρθρα, κακώς σχηματισμένες τις αρθρώσεις («ἄλλοι γὰρ… …   Dictionary of Greek

  • αδελφοποιτός — Πρόσωπο που συνδέεται με άλλο με την αδελφοποίηση. Λέγονται και σταυραδερφοί σταυραδέρφια, βλάμηδες και μπουραζέρηδες, μπράτιμοι και αρκαντάσηδες κλπ. Κατά την εποχή της δράσης της Φιλικής Εταιρείας, α. ονόμαζαν τα αγράμματα μέλη της, που… …   Dictionary of Greek

  • ακινάκης — Κατά την αρχαιότητα, μικρό και πλατύ ξίφος που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες και άλλοι ανατολικοί λαοί. Μαζί με τη λαβή, είχε μήκος σχεδόν μισό μέτρο και το κρεμούσαν σε θήκη, κατά μήκος του δεξιού μηρού. Οι βασιλιάδες κοσμούσαν το ξίφος αυτό με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”